Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ο ποιητής της θάλασσας και του ονείρου




ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Ο Νίκος Καββαδίας φαίνεται ότι από πολύ νωρίς κατάλαβε πως κατά βάθος είμαστε όλοι με τον τρόπο μας «ναυτικοί και θαλασσινοί εξ απαλών ονύχων», είτε πολύ είτε λίγο. Όμως αυτός είναι από τους λίγους που ταξίδεψε πραγματικά σε δρόμους που συναρπάζουν τους «ναυτιλλόμενους αναγνώστες»! Ο Καββαδίας ταξιδεύει από τα είκοσι του σχεδόν ασταμάτητα και δημοσιεύει σποραδικά κάποια ποιητικά γυμνάσματα.

Ολιγογράφος ποιητής ο Καββαδίας έγραψε περίπου εξήντα ποιήματα. Οι χαρακτηρισμοί ποιητής του ταξιδιού και της φυγής προσανατόλισαν περιοριστικά την ιδιαιτερότητα του έργου του. Το σημαντικό είναι πως η ποίηση του εξακολουθεί να γοητεύει και να έλκει τον αναγνώστη, με την ζωηρή εικονοποιία του, το ρυθμό και το χιούμορ, αλλά και με τα «κρυμμένα νοήματα» και τις αλληγορικές λέξεις, που σου δημιουργούν τη διάθεση να τον ερευνήσεις και να τον τραγουδήσεις.

Ο Καββαδίας αρέσει και θα αρέσει πάντα γιατί η ποίηση του είναι φυγή και απόδραση σ’ έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν της καθημερινότητας. Ποιος δεν έχει σιγοψιθυρίσει «Πρώτο ταξίδι έφυγε ναύλος για το νότο…»,
«Το πειρατικό του Captain Jimmy, που μ’ αυτό θα φύγετε κι εσείς»
«Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς»,εστείλαμε το sos μακριά σε άλλα καράβια»,«Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία»,
«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό-στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου».

Ο ποιητής γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Έλληνες (Κεφαλλονίτες. Όταν ήταν πολύ μικρός, η οικογένεια του γύρισε στην Ελλάδα. Για λίγα χρόνια μείνανε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακομίζουν στον Πειραιά. Τότε πρωτοταξίδεψε ο ενδεκάχρονος Νίκος σε Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη με το «Πολικός» των Αγγελάτων, μαζί με τον Πατέρα του που ήταν τροφοδότης του πλοίου. Ως το 1932 έμεινε στον Πειραιά όπου τέλειωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Είχε μάλιστα συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παπα-Γιώργη Πυρουνάκη στο Δημοτικό όπου έγραψε και τα πρώτα του ποιήματα επηρεασμένος από τα πρώτα του διαβάσματα -την Ανθολογία του Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη και τα ημερολόγια του Σκόκου- σκάρωνε στίχους και τους έδειχνε στην αδελφή του Τζένια, που παρέμεινε ως το τέλος η λογοτεχνικός του σύμβουλος. Με την οικονομική ενίσχυση συγγενών και φίλων εξέδωσε τρία τεύχη του τετρασέλιδου φυλλαδίου «Σχολικός Σάτυρος», ενώ επίσης έγραψε και στη «Διάπλαση των παίδων», με το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».

Το 1922 οι Καββαδία νοικιάζουν ένα δωμάτιο του σπιτιού τους σε μια οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων από το Τσεσμέ. Η επαφή του μικρού Νίκου μαζί τους αλλά και με πρόσφυγες από τη Ρωσία ,επέδρασε στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και της ιδεολογίας του. Στην ουσία κι ο ίδιος πρόσφυγας συμμεριζόταν το δράμα τους, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε και τη φθίνουσα οικονομική πορεία του πατέρα του ώσπου αρρώστησε βαριά και πέθανε από καρκίνο το 1929. Τότε ήταν που ο Ν.Κ. πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρισε ναύτης σε φορτηγό. Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο. Ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος, μα είχε ήδη χάσει αρκετά χρόνια στις περιπλανήσεις του και το δίπλωμα του ασυρματιστή ήταν η πιο σύντομη λύση. Τελικά το πήρε το 1939.

Τον Οκτώβριο του 1940, ο Ν.Κ. επιστρατεύτηκε υπηρετώντας στο αλβανικό μέτωπο, ημιονηγός στην ΙΙΙ Μεραρχία, όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό «Η λόγχη» που έβγαζαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Τότε έγραψε το πεζογράφημα του Στο άλογο μου, το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό το γνώρισε μετά το θάνατο του. Το 1941 με την κατάρρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση, γύρισε πεζός στην Αθήνα όπως και χιλιάδες φαντάροι. Τα χρόνια τη κατοχής τα πέρασε ξέμπαρκος στην Αθήνα πήρε μέρος στην Αντίσταση, αγωνίστηκε «μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ», όπως γράφει και η αδελφή του η Τζένια, αρχικά στο ΕΑΜ των ναυτικών και μετά στο ΕΑΜ των λογοτεχνών.

Ξαναμπαρκάρησε το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα, ως ασυρματιστής, σε όλο τον κόσμο, ως τον Νοέμβριο του 1974. Oι στίχοι του:«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων kαι θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, Χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων» που αργότερα έγιναν ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια του, έμελλε να βγουν μοιραίοι για το τέλος της ζωής του, μιας κι ποιητής πέθανε μακριά από την αγαπημένη του θάλασσα τρεις μήνες, αφ’ότου ξεμπάρκαρε, από εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 10 Φεβρουαρίου 1975.


Επιμέλεια κειμένου & πορτρέτο του ποιητή,από τη Σοφία Αμπερίδου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΝΑΡ της ΚΑΒΑΛΑΣ τον Μάιο του 2006